- βηλός
- Εξελληνισμένος τύπος της σημιτικής λέξης Βάαλ Βηλ,που σημαίνει (όπως στα ελληνικά η λέξη Κρέων) τον κύριο, τον δεσπότη. Ως Β. φέρεται και ένας αρχαίος βασιλιάς των Ασσυρίων. Το ίδιο όνομα αποδίδεται επίσης στον πατέρα της Διδούς, στον πατέρα του Δαναού, σε συγγενή του ιδρυτή της λυδικής δυναστείας των Ηρακλειδών, στον ιδρυτή του βαβυλωνιακού κράτους, στον γιο του Ποσειδώνα και της Λιβύης και σε ινδική θεότητα.
* * *βηλός και (δωρ. τ.) βαλός, ο (Α)κατώφλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βᾱ / βη < *gwā- (του ρ. βαίνω*) + (επίθημα) -λος].
Dictionary of Greek. 2013.